- οικειόπιστος
- οἰκειόπιστος, -ον (Μ)1. αυτός που πιστεύει στον εαυτό του, στις δυνάμεις του, που έχει αυτοπεποίθηση2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειόπιστονη αυτοπεποίθηση («βάρος τῷ ταπεινῷ τὸ οἰκειόπιστον», Ιω. Κλίμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + πιστός].
Dictionary of Greek. 2013.